- ανεκκλησίαστος
- -η, -ο (Α ἀνεκκλησίαστος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν μπόρεσε να πάει ή δεν πάει συνήθως στην εκκλησίααρχ.ο χώρος που δεν χρησιμοποιείται για συνέλευση της εκκλησίας του δήμου «ανεκκλησίαστον θέατρον»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεκκλησίαστος — η, ο αυτός που δεν εκκλησιάζεται, ή δεν του επιτρέπουν να εκκλησιαστεί: Αρκετούς μήνες ήταν ανεκκλησίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεκκλησίαστον — ἀνεκκλησίαστος not used for assemblies of the people masc/fem acc sg ἀνεκκλησίαστος not used for assemblies of the people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακκλησίαστος — η, ο (από το ανεκκλησίαστος) 1. που δεν πάει στην εκκλησία: Μήνες ήταν ακκλησίαστοι. 2. αυτός που δεν μπορεί να εκκλησιαστεί, γιατί είναι τιμωρημένος από όργανο της εκκλησίας (επίσκοπο, ιερέα): Τον είχε τιμωρήσει ο δεσπότης να μείνει ακκλησίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)